Πέλμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: πέλμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlaten, enig, alleen, louter, eenzaam, schoenzool, enkel, zool, bloot, tong, enige
Πέλμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέλμα

πέλμα ποδιού, πέλμα sbd 285-3 allteq, πέλμα πόνος, πέλμα ελαστικού, πέλμα σκούπας, πέλμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πέλμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πέλαγος στα ολλανδικά - maritiem, zee, Sea, overzees, op zee, de zee
  • πέλεκας στα ολλανδικά - bijl, helikopter, hakbijl, Pelekas, in Pelekas, van Pelekas
  • πέμπτος στα ολλανδικά - vijfde, de vijfde, het vijfde, kwint
  • πένθιμος στα ολλανδικά - rouw, rouwen, het rouwen, de rouw, treuren
Τυχαίες λέξεις
Πέλμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlaten, enig, alleen, louter, eenzaam, schoenzool, enkel, zool, bloot, tong, enige