Μοναχικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: μοναχικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heremiet, enkel, eenzaam, alleen, verlaten, enig, kluizenaar, louter, bloot, eenzame, eenzaamheid, lonely
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναχικός
μοναχικός καβαλάρης imdb, μοναχικός λύκος βιβλιοπαιχνιδι, μοναχικόσ καβαλάρησ κριτική, μοναχικόσ χόρχε, μοναχικός άνθρωπος, μοναχικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μοναχικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μοναδικός στα ολλανδικά - wonderlijk, enig, vreemdsoortig, uniek, raar, gek, eigenaardig, ...
- μοναξιά στα ολλανδικά - eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te
- μοναχός στα ολλανδικά - verlaten, eenzaam, enig, alleen, louter, monnik, broeder, ...
- μονοκόμματος στα ολλανδικά - oprecht, stomp, bot, eerlijk, een stuk, één stuk, uit één stuk, ...
Τυχαίες λέξεις
Μοναχικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: heremiet, enkel, eenzaam, alleen, verlaten, enig, kluizenaar, louter, bloot, eenzame, eenzaamheid, lonely
Μεταφράσεις: heremiet, enkel, eenzaam, alleen, verlaten, enig, kluizenaar, louter, bloot, eenzame, eenzaamheid, lonely