Περιεκτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelomvattend, ruim, uitgebreid, groot, lijvig, uitgebreide, alomvattende, alomvattend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιεκτικός
περιεκτικόσ συνώνυμα, περιεκτικός συνώνυμο, περιεκτικός αγγλικά, περιεκτικός οδηγός business plan, περιεκτικός στα αγγλικά, περιεκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιεκτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιδιαβάζω στα ολλανδικά - rambled, ratelde, brabbelde, kletste
- περιεκτικά στα ολλανδικά - uitgebreid, volledig, uitvoerig, grondig
- περιεργάζομαι στα ολλανδικά - aanstaren, staren, loeren, pry, wrikken, peutergereedschap, een pry
- περιζώνω στα ολλανδικά - omgorden, omringen
Τυχαίες λέξεις
Περιεκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veelomvattend, ruim, uitgebreid, groot, lijvig, uitgebreide, alomvattende, alomvattend
Μεταφράσεις: veelomvattend, ruim, uitgebreid, groot, lijvig, uitgebreide, alomvattende, alomvattend