In στα ελληνικά
Μετάφραση: in, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντός, μέσα, σε, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impressie στα ελληνικά - ιδέα, εντύπωση, γνωμάτευση, πίστη, αντίληψη, άποψη, πεποίθηση, ...
- impuls στα ελληνικά - ορμή, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, άμεσης κατανάλωσης
- inaugureel στα ελληνικά - εναρκτήριος, εναρκτήρια, την εναρκτήρια, εναρκτήριο, εναρκτήριας
- inaugureren στα ελληνικά - εγκαινιάζω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
Τυχαίες λέξεις
In στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντός, μέσα, σε, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: εντός, μέσα, σε, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον