Leiden στα ελληνικά
Μετάφραση: leiden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγωγή, εξουσιάζω, φέρσιμο, έλεγχος, μόλυβδος, λουρί, συμπεριφορά, κεφάλι, ηγούμαι, διεξάγω, να, για να, σε, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- legitimeren στα ελληνικά - νομιμοποιήσει, νομιμοποιούν, νομιμοποιήσουν, νομιμοποιεί, να νομιμοποιήσει
- lei στα ελληνικά - πλάκα, σχιστόλιθος, σχιστόλιθο, σχιστόλιθου, ο σχιστόλιθος
- leidend στα ελληνικά - κορυφαίος, ηγετικός, κύριος, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
- leiding στα ελληνικά - κατεύθυνση, σκηνή, εξέδρα, σκηνοθετώ, πλατφόρμα, στάδιο, φάση, ...
Τυχαίες λέξεις
Leiden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγωγή, εξουσιάζω, φέρσιμο, έλεγχος, μόλυβδος, λουρί, συμπεριφορά, κεφάλι, ηγούμαι, διεξάγω, να, για να, σε, για, με
Μεταφράσεις: διαγωγή, εξουσιάζω, φέρσιμο, έλεγχος, μόλυβδος, λουρί, συμπεριφορά, κεφάλι, ηγούμαι, διεξάγω, να, για να, σε, για, με