Δασμοί στα ολλανδικά

Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verplichting, obligatie, plichten, taken, werkzaamheden, verplichtingen, taak
Δασμοί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμοί

δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δασμοί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δαπανηρός στα ολλανδικά - waardevol, prijzig, duur, kostbaar, kostbare, dure, duurder
  • δασκάλα στα ολλανδικά - leraar, instructeur, onderwijzer, onderwijzeres, leerkracht, schooljuffrouw, lerares, ...
  • δασμολόγιο στα ολλανδικά - tarief, tarief-, tarifaire, tariefpreferenties, tarieven
  • δασοκομία στα ολλανδικά - bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verplichting, obligatie, plichten, taken, werkzaamheden, verplichtingen, taak