Weg στα ελληνικά

Μετάφραση: weg, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, ίχνη, επανορθώνω, καπνίζω, μονοπάτι, διαδρομή, δρόμος, αποκαθιστώ, παστώνω, πίστα, πορεία, θεραπεύω, δρόμο, οδική, δρόμου, οδικό
Weg στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baar στα ελληνικά - ραβδί, βέργα, κύμα, κοντάρι, νεκροφόρα, Bier
  • kadaver στα ελληνικά - πτώμα, λείψανα, αλύγιστος, άργιλος, ισχυρός, ερείπια, υπολείμματα, ...
  • peetvader στα ελληνικά - νονός, νονό, νονού, ο νονός, νονός του
  • rouw στα ελληνικά - πένθος, πένθους, το πένθος, θρήνος, θρήνου
Τυχαίες λέξεις
Weg στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, ίχνη, επανορθώνω, καπνίζω, μονοπάτι, διαδρομή, δρόμος, αποκαθιστώ, παστώνω, πίστα, πορεία, θεραπεύω, δρόμο, οδική, δρόμου, οδικό