Μονοπάτι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μονοπάτι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spoor, paadje, wagenspoor, route, weg, afdruk, baan, rail, pad, mindervaliden, voor mindervaliden
Μονοπάτι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπάτι

μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι συνώνυμα, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι δωμάτια & διαμερίσματα, μονοπάτι των κενταύρων, μονοπάτι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονοπάτι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μονοκόμματος στα ολλανδικά - oprecht, stomp, bot, eerlijk, een stuk, één stuk, uit één stuk, ...
  • μονομαχία στα ολλανδικά - duel, Duel speler was, Duel speler, tweegevecht, Duel gespeeld
  • μονοπάτια στα ολλανδικά - paden, trails, wandelpaden, routes, slepen
  • μονοπώλιο στα ολλανδικά - alleenhandel, monopolie, monopoliepositie, het monopolie, monopolie van, monopolistische
Τυχαίες λέξεις
Μονοπάτι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spoor, paadje, wagenspoor, route, weg, afdruk, baan, rail, pad, mindervaliden, voor mindervaliden