Megfontolt στα ελληνικά

Μετάφραση: megfontolt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βραδύς, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν
Megfontolt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • megfogható στα ελληνικά - απτός, απτά, απτή, ενσώματα, ενσώματων, απτό
  • megfogás στα ελληνικά - κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
  • megfontolás στα ελληνικά - θεώρηση, μελέτη, υπόψη, εξέταση, προσοχή
  • megfordulás στα ελληνικά - στρίβω, στροφή, σειρά, μεταστροφή, πλήρης μεταστροφή, καμπής της
Τυχαίες λέξεις
Megfontolt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βραδύς, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν