Ελάττωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зменшування, усунення, ослаблення, анулювання, скорочення, зменшення
Ελάττωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωση

ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελάττωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ελάσσων στα ουκρανικά - дрібнота, блешня, мілька, неповнолітній, неповнолітня, неповнолітнього
  • ελάττωμα στα ουκρανικά - провина, нестача, відсутній, недостача, дефект
  • ελάφι στα ουκρανικά - олень, олені, оленя
  • ελάχιστος στα ουκρανικά - мінімуми, дрібниці, мінімум, щонайменше, принаймні
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зменшування, усунення, ослаблення, анулювання, скорочення, зменшення