Баритися στα ελληνικά

Μετάφραση: баритися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, διακόπτω, διάλεκτος, παύση, καθυστέρηση, γλώσσα, διακοπή, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Баритися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барикада στα ελληνικά - οδόφραγμα, φράσσω, οδοφράγματος, φράγμα, οδοφράγματα, barricade
  • барило στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, σκοτώνω, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • барк στα ελληνικά - φλοιός, Bark, φλοιό, φλοιού, ο φλοιός
  • баркаси στα ελληνικά - εκτόξευση, καθέλκυση, εκτοξεύσεις, λανσαρίσματα, εγκαινιάζει, εκτοξεύσεων, παρουσιάσεις
Τυχαίες λέξεις
Баритися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, διακόπτω, διάλεκτος, παύση, καθυστέρηση, γλώσσα, διακοπή, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως