Καθυστέρηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, відкладати, пограбування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθυστέρηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα ουκρανικά - переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель
- καθρέφτης στα ουκρανικά - Дзеркало, дзеркала, Зеркало
- καθυστερημένος στα ουκρανικά - пізній, повільний, відсталий, назад, розумово відсталий, розумово відстала, розумово неповноцінний
- καθυστερούμενα στα ουκρανικά - борг, недоїмки, недоїмка, борги, відставання, заборгованість, заборгованості
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, відкладати, пограбування
Μεταφράσεις: напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, відкладати, пограбування