Бочок στα ελληνικά

Μετάφραση: бочок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρό, πλαγιά, βαρέλια, βαρελιών, τα βαρέλια, κάννες, βαρέλι
Бочок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ботанічний στα ελληνικά - βοτανικός, βοτανική, βοτανικό, βοτανικής, βοτανικούς
  • бочка στα ελληνικά - κουτουλώ, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • бочонок στα ελληνικά - βαρέλι, βαρέλια, βυτίο, βαρελιού, βυτίου
  • боягуз στα ελληνικά - αναπαριστώ, αναδημιουργώ, κρυφός, δειλός, δειλό, δειλή, δειλά, ...
Τυχαίες λέξεις
Бочок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρό, πλαγιά, βαρέλια, βαρελιών, τα βαρέλια, κάννες, βαρέλι