Вантаження στα ελληνικά
Μετάφραση: вантаження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέμισμα, ναυτιλία, χορταστικός, αποστολή, σφράγισμα, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ванна στα ελληνικά - μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα με
- вантаж στα ελληνικά - επιβίβαση, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
- вантажило στα ελληνικά - σφαίρα, φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- вантажити στα ελληνικά - πλοίο, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Τυχαίες λέξεις
Вантаження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέμισμα, ναυτιλία, χορταστικός, αποστολή, σφράγισμα, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
Μεταφράσεις: γέμισμα, ναυτιλία, χορταστικός, αποστολή, σφράγισμα, φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως