Витися στα ελληνικά

Μετάφραση: витися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Витися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • витирати στα ελληνικά - διαγράφω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
  • витиснення στα ελληνικά - εκτόπισμα, μετατόπιση, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
  • виток στα ελληνικά - στροφή, ελικοειδής, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • витоки στα ελληνικά - αρχή, απαρχές, αρχές, ξεκινήματα, ξεκίνημά
Τυχαίες λέξεις
Витися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl