Довідник στα ελληνικά

Μετάφραση: довідник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίδιο, επικουρία, ξεναγός, λεξικό, καθοδηγώ, οδηγός, βοηθός, ξεναγώ, αρωγή, βοήθεια, Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, Directory, τον κατάλογο
Довідник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • довідатися στα ελληνικά - ακούω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
  • довідки στα ελληνικά - φιλοπερίεργος, Βοήθεια, βοηθήσει, Βοηθήστε, να βοηθήσει, Βοήθειας
  • довідуватися στα ελληνικά - ανακαλύπτω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
  • довір'я στα ελληνικά - πίστωση, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Τυχαίες λέξεις
Довідник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίδιο, επικουρία, ξεναγός, λεξικό, καθοδηγώ, οδηγός, βοηθός, ξεναγώ, αρωγή, βοήθεια, Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, Directory, τον κατάλογο