Βοηθός στα ουκρανικά

Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допомагати, помічник, довідник, асистент, помагати, помощник, помічника
Βοηθός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθός

βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βοηθός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βοήθημα στα ουκρανικά - допомогти, зарадити, допомога, допомагати, допомогу, допомоги
  • βοηθητικός στα ουκρανικά - допоміжний, допоміжне, додатковий
  • βοηθώ στα ουκρανικά - помагати, зарадити, допоможіть, допомагати, допомогти, допомога, Помогите
  • βολή στα ουκρανικά - кидок, бракувати, метнути, закинути, змінювати, постріл
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: допомагати, помічник, довідник, асистент, помагати, помощник, помічника