Одяг στα ελληνικά

Μετάφραση: одяг, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνω, κουρασμένος, φόρεμα, ρούχο, ρούχα, ντύνομαι, εξαντλημένος, ρουχισμός, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, τα είδη ένδυσης
Одяг στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відвідувач στα ελληνικά - μουστερής, πελάτης, επισκέπτης, επισκέπτη, επισκεπτών, επισκέπτες
  • доручення στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
  • займання στα ελληνικά - δουλειές, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, ...
  • латентний στα ελληνικά - λανθάνων, λανθάνουσα, λανθάνουσας, λανθάνουσες, λανθάνοντα
Τυχαίες λέξεις
Одяг στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνω, κουρασμένος, φόρεμα, ρούχο, ρούχα, ντύνομαι, εξαντλημένος, ρουχισμός, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, τα είδη ένδυσης