Ρούχο στα ουκρανικά

Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убрання, одяг, тканину, тканина, ткань, тканини
Ρούχο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρούχο

ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρούχο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ρούμι στα ουκρανικά - ром, чудній, чудний, чудернацькою, розчином
  • ρούχα στα ουκρανικά - платті, білизну, вбрання, білизна, одіж, одяг, одежда, ...
  • ρυάκι στα ουκρανικά - затоку, бухта, випромінювати, води, затока, ріка, заливши, ...
  • ρυθμίζω στα ουκρανικά - встановлювати, приладжувати, лагодити, поправляти, регулювати, регулюватиме
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: убрання, одяг, тканину, тканина, ткань, тканини