Освячувати στα ελληνικά

Μετάφραση: освячувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω
Освячувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видноколо στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
  • випряміться στα ελληνικά - vypryamitsya
  • гладенько στα ελληνικά - λεία, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
  • зернистий στα ελληνικά - κοκκώδης, κοκκώδη, κοκκώδες, κοκκώδους, κόκκους
Τυχαίες λέξεις
Освячувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω