Освячувати στα ελληνικά
Μετάφραση: освячувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω
![Освячувати στα ελληνικά Освячувати στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-12344.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- видноколо στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
- випряміться στα ελληνικά - vypryamitsya
- гладенько στα ελληνικά - λεία, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
- зернистий στα ελληνικά - κοκκώδης, κοκκώδη, κοκκώδες, κοκκώδους, κόκκους
Τυχαίες λέξεις
Освячувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω
Μεταφράσεις: καθαγιάζω, αφιερώνω, αγιοποιώ, αγιάσει, αγιάζω