Καθαγιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шанувати, освятіть, освячувати, почитати, освячуватимуть, освячуватиме
Καθαγιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω

καθαγιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθαγιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καθήκον στα ουκρανικά - завдання, вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, задача
  • καθίζω στα ουκρανικά - садити, уміщати, розміщатися, поселити, уміщувати, сидіти, сидітиме, ...
  • καθαιρώ στα ουκρανικά - деградувати, руйнувати, знижувати, деградуйте, проілюструвати
  • καθαρά στα ουκρανικά - видний, видимий, очевидний, очевидно, помітний, явний, ясно, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шанувати, освятіть, освячувати, почитати, освячуватимуть, освячуватиме