Ακολασία στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
п'янство, марнотратства, нездержливість, розпуста, пияцтво, розбещеність, розпущеність, распущенность
Ακολασία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακολασία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα ουκρανικά - заслуховування, слух, слухання, чутка, чутки, чутку
  • ακοινώνητος στα ουκρανικά - некомпанійський, відлюдний, нелюдимий, відлюдькуватий, відлюдкуватий, вовчкувате
  • ακολουθία στα ουκρανικά - ескортувати, ридикюль, слідування, комплект, свита, антураж, набір, ...
  • ακολουθώ στα ουκρανικά - дотримуватися, слідуйте, супроводжуйте, притримуватись, слідувати, наслідувати, випливати, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: п'янство, марнотратства, нездержливість, розпуста, пияцтво, розбещеність, розпущеність, распущенность