Профанувати στα ελληνικά

Μετάφραση: профанувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, μαγαρίζω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, βέβηλους
Профанувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блідий στα ελληνικά - σφήκα, τσουλούφι, μανιακός, τούφα, χλωμός, ξανθός, τεφρώδης, ...
  • вагомий στα ελληνικά - ισχύων, βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
  • винайти στα ελληνικά - επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
  • жодний στα ελληνικά - όχι, κανένας, αριθ, δεν, καμία, κανένα
Τυχαίες λέξεις
Профанувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, μαγαρίζω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, βέβηλους