Рідний στα ελληνικά

Μετάφραση: рідний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, συγγενής, συγγενικός, ντόπιος, της], ιθαγενής, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Рідний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ануїтет στα ελληνικά - πρόσοδος, προσόδου, πρόσοδο, ετήσιας προσόδου, προσόδων
  • аспірин στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
  • болван στα ελληνικά - στουρνάρι, μουρμουρίζω, μωρός
  • видаляти στα ελληνικά - απελαύνω, αποβάλλω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Τυχαίες λέξεις
Рідний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, συγγενής, συγγενικός, ντόπιος, της], ιθαγενής, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού