Μοιρασμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μοιρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розділений, спільна, спільний, вітряні млини, Вітряки, Мильна
Μοιρασμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοιρασμένος

μοιρασμένοσ ουρανόσ, μοιρασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μοιρασμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοιράζω στα ουκρανικά - поділяти, розповсюджувати, частину, роздавати, розколений, завдавати, частка, ...
  • μοιραίος στα ουκρανικά - пророчий, згубний, смертельний, зловісний, неминучий, рокований, істотний, ...
  • μοιρογνωμόνιο στα ουκρανικά - зволікання, транспортир
  • μοιρολατρία στα ουκρανικά - фаталізм, фаталізму
Τυχαίες λέξεις
Μοιρασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розділений, спільна, спільний, вітряні млини, Вітряки, Мильна