Determinować στα ελληνικά

Μετάφραση: determinować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυβερνώ, ιθύνω, υπολογίζω, αποφασίζω, διέπω, προσδιορίζω, καθορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Determinować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deterministyczny στα ελληνικά - ντετερμινιστική, ντετερμινιστικά, ντετερμινιστικό, αιτιοκρατική, αιτιοκρατικό
  • determinizm στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
  • detoksykacja στα ελληνικά - αποτοξίνωση, την αποτοξίνωση, αποτοξίνωσης, Η αποτοξίνωση, αποτοξικοποίηση
  • detonacja στα ελληνικά - έκρηξη, εκπυρσοκρότηση, έκρηξης, εκπυρσοκρότησης, πυροδότηση
Τυχαίες λέξεις
Determinować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυβερνώ, ιθύνω, υπολογίζω, αποφασίζω, διέπω, προσδιορίζω, καθορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί