Διέπω στα πολωνικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rządzić, determinować, panować, diepo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας πολωνικά, διέπω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα πολωνικά - spór, podważać, roztrząsać, walczyć, wątpić, nieporozumienie, dysputa, ...
- διέξοδος στα πολωνικά - odpływ, ujście, otwór, wentyl, odpowietrznik, wlot, wylot, ...
- διήθηση στα πολωνικά - cedzenie, filtracja, filtrowanie, sączenie, filtracji, filtrację
- διίσταμαι στα πολωνικά - odstępstwo, różnić, herezja, różnica, rozłam, rozchodzą, rozbieżne, ...
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rządzić, determinować, panować, diepo
Μεταφράσεις: rządzić, determinować, panować, diepo