Kierowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: kierowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, κυβέρνηση, χορήγηση, στοχεύω, πηδάλιο, εξουσιάζω, τρέξιμο, καθοδήγηση, διοικητικός, χειραγωγία, στόχος, τιμόνι, καθοδηγώ, διοίκηση, διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
Kierowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aplikować στα ελληνικά - δοσολογία, απονέμω, αιτούμαι, διοικώ, χορηγώ, βάζω, εφαρμόζω, ...
  • dawid στα ελληνικά - Δαβίδ, david, Ο David, Ντέιβιντ, τον David
  • dietetyczny στα ελληνικά - διαιτητικά, διαιτητικών, διαιτητικές, διαιτητική, τα διαιτητικά
  • farmakoterapia στα ελληνικά - φαρμακοθεραπεία, φαρμακοθεραπείας, τη φαρμακοθεραπεία, η φαρμακοθεραπεία, φαρμακευτική θεραπεία
Τυχαίες λέξεις
Kierowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, κυβέρνηση, χορήγηση, στοχεύω, πηδάλιο, εξουσιάζω, τρέξιμο, καθοδήγηση, διοικητικός, χειραγωγία, στόχος, τιμόνι, καθοδηγώ, διοίκηση, διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των