Στοχεύω στα πολωνικά

Μετάφραση: στοχεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kierowanie, tarcza, cel, obiekt, docelowy, docelowa
Στοχεύω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοχεύω

στοχεύω συνώνυμο, στοχεύω αγγλικά, στοχεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, στοχεύω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στοχασμός στα πολωνικά - rozmyślanie, kontemplacja, kontemplowanie, medytacja, medytacji, meditation, medytacją
  • στοχαστικός στα πολωνικά - kontemplacyjny, kontemplacyjne, kontemplacyjnej, kontemplacyjnego, kontemplacyjna
  • στρέμμα στα πολωνικά - akr, acre, hektarowej, akrów, ha
  • στρέψη στα πολωνικά - skręt, skręcanie, skręcenie, skrętny, skrętna, skrętną
Τυχαίες λέξεις
Στοχεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kierowanie, tarcza, cel, obiekt, docelowy, docelowa