Kobiecy στα ελληνικά
Μετάφραση: kobiecy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czepliwy στα ελληνικά - κόλλα, κολλητικός, κολλώδης, προσκολλητώς, κολλώδες, κολλώδη, κολλώδεις
- detonacja στα ελληνικά - έκρηξη, εκπυρσοκρότηση, έκρηξης, εκπυρσοκρότησης, πυροδότηση
- fanaberia στα ελληνικά - καπρίτσιο, τρέλα, φαντασιοπληξία, μανία, μανίας, μόδα, μόδας
- folklor στα ελληνικά - λαογραφία, λαογραφικό, λαογραφική, λαογραφικά, λαογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Kobiecy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
Μεταφράσεις: θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία