Lak στα ελληνικά
Μετάφραση: lak, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερί, μη χορεύων θεατής χορού, wallflower, χορεύων θεατής χορού, θεατής της γαμήλιας προετοιμασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dokumentacja στα ελληνικά - ύλη, ντοκιμαντέρ, τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, φάκελο, εγγράφων
- dyslokacja στα ελληνικά - διάθεση, εξάρθρωση, μετατόπιση, εξάρθρωσης, εξάρθρημα, αποδιάρθρωση
- emfatycznie στα ελληνικά - εμφατικά, έμφαση, με έμφαση, κατηγορηματικά, έντονα
- gwardzista στα ελληνικά - εθνοφρουρός, Φύλακας, φρουρός
Τυχαίες λέξεις
Lak στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερί, μη χορεύων θεατής χορού, wallflower, χορεύων θεατής χορού, θεατής της γαμήλιας προετοιμασίας
Μεταφράσεις: κερί, μη χορεύων θεατής χορού, wallflower, χορεύων θεατής χορού, θεατής της γαμήλιας προετοιμασίας