Małpować στα ελληνικά
Μετάφραση: małpować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brzanka στα ελληνικά - είδος χόρτου, timothy, φλέονος, φλέοντος του λειμώνιου, φλέονος του
- ekspres στα ελληνικά - διατυπώνω, εκφράζω, εσπρέσο, espresso, εσπρέσσο, παρασκευής καφέ εσπρέσο
- grubas στα ελληνικά - λιπαρός, λιπαρών, οξέα, λιπαρού, οξέων
- indeksacja στα ελληνικά - ευρετήριο, τιμαριθμική αναπροσαρμογή, τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογής, τιμαριθμοποίησης, την τιμαριθμική αναπροσαρμογή
Τυχαίες λέξεις
Małpować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape
Μεταφράσεις: πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape