Przegrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: przegrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, χαλαρός, χάνω, λυτός, μπόσικος, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutnie στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
- charakteryzować στα ελληνικά - προσδιορίζω, χαρακτηρίζουν, χαρακτηρισμό, χαρακτηρίζει, χαρακτηρίσει, τον χαρακτηρισμό
- dżentelmen στα ελληνικά - κύριος, τζέντλεμαν, κυρίων, κύριο, ο κύριος
- egzystencjalny στα ελληνικά - υπαρξιακός, υπαρξιακή, υπαρξιακό, υπαρξιακής, υπαρξιακά
Τυχαίες λέξεις
Przegrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, χαλαρός, χάνω, λυτός, μπόσικος, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
Μεταφράσεις: λάσκος, χαλαρός, χάνω, λυτός, μπόσικος, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει