Wypytywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wypytywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρόμπα, φουσκώνω, ανακρίνω, αντλία, προβληματισμός, αμφισβήτηση, ανάκριση, ανάκρισης, ανακρίσεις
Wypytywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezkonfliktowy στα ελληνικά - χωρίς συγκρούσεις, εμπόλεμες περιοχές, εμπόλεμες, από εμπόλεμες περιοχές, από εμπόλεμες
  • bezpłciowy στα ελληνικά - άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • dawkowanie στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
  • drugoplanowy στα ελληνικά - περιφερειακός, περιφερειακή, περιφερειακών, περιφερική, περιφερικού
Τυχαίες λέξεις
Wypytywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρόμπα, φουσκώνω, ανακρίνω, αντλία, προβληματισμός, αμφισβήτηση, ανάκριση, ανάκρισης, ανακρίσεις