Afinidade στα ελληνικά
Μετάφραση: afinidade, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Μεταφράσεις
- afinado στα ελληνικά - διορθώνω, ακριβολόγος, δεξιός, σωστός, δικαίωμα, ακριβής, συγκεκριμένος, ...
- afinar στα ελληνικά - στυφότητα, ξύνω, ακονίζω, οξυδέρκεια, τελειοποιήσουν, μικροσυντονισμό, πραγματοποιήσετε μικροσυντονισμό, ...
- afirmar στα ελληνικά - επικυρώνω, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, ...
- afirme στα ελληνικά - υποστηρίζω, διεκδικώ, αξιώσεις, ισχυρισμοί, απαιτήσεων, απαιτήσεις, ισχυρισμούς
Τυχαίες λέξεις
Afinidade στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Μεταφράσεις: αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας