Επεκτείνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επεκτείνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alongar, estender, expressão, estenda, expandir, saída, ampliar, abrir, alargar, prolongar, prorrogar
Επεκτείνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεκτείνω

επεκτείνω αγγλικα, επεκτείνω προστακτική, επεκτείνω αντιθετο, επεκτείνω βικιλεξικο, επεκτείνω συνώνυμα, επεκτείνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επεκτείνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επεισόδιο στα πορτογαλικά - episódio, episódio de, episode, episódios
  • επεκτατικός στα πορτογαλικά - expansivo, expansiva, amplo, ampla, extensa
  • επεμβαίνω στα πορτογαλικά - relação, intrometer, intervir, interferir, interferem, interfere, interfira, ...
  • επενέργεια στα πορτογαλικά - acção, actividade, façanha, influência, actuar, infligir, acácio, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεκτείνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alongar, estender, expressão, estenda, expandir, saída, ampliar, abrir, alargar, prolongar, prorrogar