Κάθισμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κάθισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estação, temporada, assento, adubar, sentar, lugar, assentar, banco, cadeira, sede
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάθισμα
κάθισμα αυτοκινήτου maxi cosi, κάθισμα αυτοκινήτου, κάθισμα τουαλέτας, κάθισμα φαγητού chicco, κάθισμα ποδηλάτου παιδικό, κάθισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κάθισμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κάθε στα πορτογαλικά - por, cada, pelo, em, pimenta, todo, cada um, ...
- κάθετος στα πορτογαλικά - vertical, verticais
- κάθομαι στα πορτογαλικά - sentar-se, sentar, se sentar, se sente
- κάκτος στα πορτογαλικά - cacto, cactus, cactos, do cacto, cáctus
Τυχαίες λέξεις
Κάθισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estação, temporada, assento, adubar, sentar, lugar, assentar, banco, cadeira, sede
Μεταφράσεις: estação, temporada, assento, adubar, sentar, lugar, assentar, banco, cadeira, sede