Diligente στα ελληνικά

Μετάφραση: diligente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, επιμελής, εργατικός, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια
Diligente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dilapidado στα ελληνικά - επιμελής, εργατικός, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες
  • dilapidar στα ελληνικά - τετράγωνο, καταδαπανώ, πλατεία, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, σπαταλώ, κατεπειρώ
  • diluído στα ελληνικά - θαμπός, αμυδρός, θολωμένος, θολός, αραιώνω, αραιωμένο, αραιωμένα, ...
  • dimensão στα ελληνικά - συρρικνώνομαι, μέγεθος, διάσταση, μικραίνω, μειώνομαι, αναλογία
Τυχαίες λέξεις
Diligente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, επιμελής, εργατικός, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια