Envolver στα ελληνικά
Μετάφραση: envolver, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλέκω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- enviesado στα ελληνικά - δόλιος, ύπουλος, λοξός, πλάγιος, λοξότητα, λοξή, παραποιήσει, ...
- envoltório στα ελληνικά - κάλυμμα, στεφάνι, φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
- enxada στα ελληνικά - σκαλίζω, σκαπάνη, hoe
- enxaguadelas στα ελληνικά - ξεπλένω, πλύση, ξέπλυμα, έκπλυση, έκπλυσης, ξέβγαλμα
Τυχαίες λέξεις
Envolver στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλέκω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Μεταφράσεις: μπλέκω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν