Velho στα ελληνικά

Μετάφραση: velho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαιός, γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Velho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • velar στα ελληνικά - κατακρατώ, εξακολουθώ, φρουρώ, φυλάω, φύλακας, φρουρά, κρατώ, ...
  • velejar στα ελληνικά - πανί, πλέω, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
  • velocidade στα ελληνικά - επισπεύδω, φόρα, τρέχω, ταχύτητα, ταχύτητας, την ταχύτητα, της ταχύτητας, ...
  • veloz στα ελληνικά - γρήγορος, γρήγορα, στόλος, νηοπομπή, γοργός, γρήγορη, γρήγορο, ...
Τυχαίες λέξεις
Velho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά