Вставать στα ελληνικά
Μετάφραση: вставать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вспять στα ελληνικά - υποστηρίζω, ενισχύω, καθυστερημένος, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, ...
- вставание στα ελληνικά - εξέγερση, αυξανόμενες, αυξανόμενη, αυξάνεται, άνοδο, αυξάνονται
- вставить στα ελληνικά - κόλλα, καθορισμένος, βάζω, εισάγω, τοποθετώ, εισάγετε, τοποθετήστε, ...
- вставка στα ελληνικά - πλαισίωση, προσθήκη, καταχώρηση, διάρθρωση, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Вставать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται
Μεταφράσεις: εγείρομαι, ανατέλλω, προκύπτω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, αναδύομαι, αύξηση, σηκωθούν, σταθεί, σηκώνεται, σηκωθεί, να σηκώνεται