Вторжение στα ελληνικά

Μετάφραση: вторжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολή, διείσδυση, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
Вторжение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вторгаться στα ελληνικά - αθετώ, επιδρομή, παραβαίνω, εισβάλλω, παραβιάζω, καταπατούν, σφετερισμό, ...
  • вторгнуться στα ελληνικά - να εισβάλει, να εισβάλουν, για να εισβάλουν, να εισβάλλουν, να εισβάλει στην
  • вторить στα ελληνικά - αντήχηση, παίζω, αντηχώ, παριστάνω, τραγουδώ, αντιλαλώ, έργο, ...
  • вторично στα ελληνικά - πάλι, ξανά, δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Τυχαίες λέξεις
Вторжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολή, διείσδυση, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο