Εισβολή στα ρωσικά

Μετάφραση: εισβολή, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
набег, нашествие, вторжение, оккупация, вмешательство, инвазия, посягательство, вторжения, вторжением
Εισβολή στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολή

εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή λεξικό γλώσσας ρωσικά, εισβολή στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εισβάλλω στα ρωσικά - овладеть, захватывать, нахлынуть, оккупировать, увлекать, поражать, восхищать, ...
  • εισβολέας στα ρωσικά - захватчик, самолет, посягатель, самозванец, налётчик, оккупант, налетчик, ...
  • εισιτήριο στα ρωσικά - квитанция, квиток, номерок, билет, объявление, удостоверение, формуляр, ...
  • εισπνέω στα ρωσικά - надышаться, затягиваться, вдохнуть, вдыхать, вдох, вдыхайте, вдыхают
Τυχαίες λέξεις
Εισβολή στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: набег, нашествие, вторжение, оккупация, вмешательство, инвазия, посягательство, вторжения, вторжением