Застывать στα ελληνικά
Μετάφραση: застывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρουσταλλιάζω, δένω, πυκνώνω, δροσερός, πήζω, παγώνω, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиакрыло στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
- бойко στα ελληνικά - έξυπνα, ζωηρά, trippingly
- глицерин στα ελληνικά - γλυκερόλη, γλυκερίνη, γλυκερόλης, γλυκερίνης, η γλυκερόλη
- дивертисмент στα ελληνικά - ψυχαγωγία, διασκέδαση, επιλογές διασκέδασης
Τυχαίες λέξεις
Застывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρουσταλλιάζω, δένω, πυκνώνω, δροσερός, πήζω, παγώνω, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Μεταφράσεις: κρουσταλλιάζω, δένω, πυκνώνω, δροσερός, πήζω, παγώνω, καταψύχω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν