Испещрять στα ελληνικά
Μετάφραση: испещрять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, καλύπτω, σπυρί, εντοπίζω, μέρος, κουκίδα, ράβδωση, σερί, τη ράβδωση, γραμμή, λωρίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бутафорский στα ελληνικά - πλαστός, πλασματικός, κάλπικος, καμώματα, ψευδαισθητικός, πλαστογραφία, απάτη, ...
- волнистый στα ελληνικά - σγουρός, σπαστός, κατσαρός, κυματώδης, κυματιστός, κυματιστές, κυματοειδείς, ...
- вытяжение στα ελληνικά - έκταση, προέκταση, επέκταση, έλξη, έλξης, πρόσφυση, έλξεως, ...
- глуховатый στα ελληνικά - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
Τυχαίες λέξεις
Испещрять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, καλύπτω, σπυρί, εντοπίζω, μέρος, κουκίδα, ράβδωση, σερί, τη ράβδωση, γραμμή, λωρίδα
Μεταφράσεις: βούλα, καλύπτω, σπυρί, εντοπίζω, μέρος, κουκίδα, ράβδωση, σερί, τη ράβδωση, γραμμή, λωρίδα