Очерствелый στα ελληνικά

Μετάφραση: очерствелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυγνός, δύσκολος, απάνθρωπος, σκληρός, σκληρύνει, σκλήρυνε, σκληρυμένο, σκληρυνθεί, σκληρυμένα
Очерствелый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аборт στα ελληνικά - άμβλωση, αποβολή, έκτρωση, την άμβλωση, η άμβλωση
  • вакансия στα ελληνικά - κενό, αποφυγή, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
  • гальванопластика στα ελληνικά - galvanoplastics
  • гватемалец στα ελληνικά - Γουατεμάλα, Γουατεμάλας, της Γουατεμάλας, της Γουατεμάλα, τη Γουατεμάλα
Τυχαίες λέξεις
Очерствелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυγνός, δύσκολος, απάνθρωπος, σκληρός, σκληρύνει, σκλήρυνε, σκληρυμένο, σκληρυνθεί, σκληρυμένα