Проступок στα ελληνικά
Μετάφραση: проступок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωμα, αδίκημα, προσβολή, λάθος, πταίσμα, παράβαση, φτιάξιμο, ενοχή, κακή διαγωγή, κακή συμπεριφορά, παράπτωμα, παραπτώματος, ανάρμοστη συμπεριφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валовой στα ελληνικά - πρόστυχος, ακαθάριστος, αισχρός, χοντρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
- высверливать στα ελληνικά - τριβελίζω, άσκηση, τροχός, πλήττω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
- дарвинист στα ελληνικά - δαρβινιστική, δαρβινιστής
- доливание στα ελληνικά - συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, τη συμπλήρωση, συμπληρωματική κάλυψη, συμπληρωματικής προσφυγής
Τυχαίες λέξεις
Проступок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωμα, αδίκημα, προσβολή, λάθος, πταίσμα, παράβαση, φτιάξιμο, ενοχή, κακή διαγωγή, κακή συμπεριφορά, παράπτωμα, παραπτώματος, ανάρμοστη συμπεριφορά
Μεταφράσεις: ελάττωμα, αδίκημα, προσβολή, λάθος, πταίσμα, παράβαση, φτιάξιμο, ενοχή, κακή διαγωγή, κακή συμπεριφορά, παράπτωμα, παραπτώματος, ανάρμοστη συμπεριφορά