Ενοχή στα ρωσικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
провинность, грех, вина, виновность, проступок, вины, чувство вины, вину
Ενοχή στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενοχή στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα ρωσικά - соединиться, роднить, сплачивать, объединяться, сплотиться, объединять, соединять, ...
  • ενορία στα ρωσικά - паперть, приход, прихожанин, волость, приходской, приходская, округ
  • ενοχλητικός στα ρωσικά - решетка, скрипучий, досадный, раздражающий, надоедливый, резкий, докучливый, ...
  • ενοχλούμαι στα ρωσικά - треволнение, забота, надоесть, беспокоить, беспокоиться, шум, надоедать, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: провинность, грех, вина, виновность, проступок, вины, чувство вины, вину