Sällskaplig στα ελληνικά
Μετάφραση: sällskaplig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινωνικός, κοινωνικό, κοινωνικότητα, κοινωνικοί, κοινωνικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sällsam στα ελληνικά - παράδοξος, μοναδικός, αλλόκοτος, αδερφή, ιδιόμορφος, ενικός, παράξενος, ...
- sällskap στα ελληνικά - παρέα, εταιρία, θίασος, κοινωνία, ομήγυρη, σύντροφος, σύντροφο, ...
- sällsynt στα ελληνικά - σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
- sända στα ελληνικά - στέλνω, ταχυδρομείο, ταχυδρομώ, στείλετε, στείλτε, στείλει, να στείλετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Sällskaplig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινωνικός, κοινωνικό, κοινωνικότητα, κοινωνικοί, κοινωνικά
Μεταφράσεις: κοινωνικός, κοινωνικό, κοινωνικότητα, κοινωνικοί, κοινωνικά