Vana στα ελληνικά

Μετάφραση: vana, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, άσκηση, συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, πρακτική, έξη, Habit, συνήθεια να, συνήθειας, τη συνήθεια
Vana στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • valör στα ελληνικά - εκτιμώ, αξία, τιμή, ονομασία, ονομαστική αξία, ονομασίας, ονομαστικής αξίας, ...
  • vampyr στα ελληνικά - βρυκόλακας, βαμπίρ, βρικόλακα, βρικόλακας, vampire
  • vandel στα ελληνικά - φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, διαγωγή, υπόληψη, φήμη, φήμης, ...
  • vanför στα ελληνικά - κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
Τυχαίες λέξεις
Vana στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, άσκηση, συνήθεια, χρήση, χρησιμοποιώ, πρακτική, έξη, Habit, συνήθεια να, συνήθειας, τη συνήθεια